Κυριακή 23 Μαΐου 2021

ΟΤΑΝ ΤΟ ΜΑΤΙ ΓΝΩΡΙΣΕ ΤΟΝ ΞΕΝΟ ΚΑΙ ΣΤΕΓΝΩΣΕ Η ΑΓΑΠΗ ΜΕΣΑ ΣΕ ΤΡΥΠΙΕΣ ΨΥΧΕΣ:

 Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας

τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά

που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή τη βυθισμένη.

 

 Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο

τη μέρα τ’ όνομα τον τόπο    και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.

 

Βρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα

κοιτάζοντας τα αναδυόμενα νησιά

κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά να βυθίζουν    στον ύπνο τους,    στον ύπνο μας.

Εδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας    τη ζυγαριά

που βάραινε κατά το μέρος της αδικίας.

 

Φτέρνα της δύναμης θέληση ανίσκιωτη λογαριασμένη αγάπη

στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια που ωριμάζουν,

δρόμος της μοίρας με το χτύπημα της νέας παλάμης στην ωμοπλάτη·

στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει

στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας

 βουλιάζουν τα νησιά σκουριά και στάχτη.

 

Βωμοί γκρεμισμένοι    κι οι φίλοι ξεχασμένοι

φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη.

 

Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν

εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι    που άγγιξε τον ορίζοντα.

Όταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα

όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα

όταν το μάτι γνώρισε τον ξένο  

και στέγνωσε η αγάπη    μέσα σε τρύπιες ψυχές·

όταν κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεις

κύκλο τα πόδια θερισμένα   κύκλο τα χέρια πεθαμένα

κύκλο τα μάτια σκοτεινά·

όταν δεν μένει πια ούτε να διαλέξεις   το θάνατο που γύρευες δικό σου,

ακούγοντας μια κραυγή   ακόμη και του λύκου την κραυγή,   το δίκιο σου·

άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν

ξεκόλλησε απ’ τον άπιστο καιρό    και βούλιαξε,

βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες!..  

[Α. ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ από τη ΓΥΜΝΟΠΑΙΔΙΑ του Γιώργου Σεφέρη και ακολουθεί από την ίδια ενότητα Β. ΜΥΚΗΝΕΣ – στο δεύτερο μέρος της ανάρτησης ποιήματα από το ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ 1928-1937]

 


 

 [Η Θήρα γεωλογικώς συνίσταται εξ ελαφρόπετρας και πορσελάνης, εν τω κόλπω δε αυτής… εφάνησαν και καταβυθίστηκαν νήσοι. Υπήρξε κέντρον αρχαιοτάτης θρησκείας, ένθα ετελούντο λυρικοί χοροί και αυστηρού και βαρέος ρυθμού καλούμενοι γυμνοπαιδίαι – ΟΔΗΓΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ]

 

Β. ΜΥΚΗΝΕΣ (από τη ΓΥΜΝΟΠΑΙΔΙΑ του Γιώργου Σεφέρη)

Δωσ’ μου τα χέρια σου, δωσ’ μου τα χέρια σου, δωσ’ μου τα χέρια σου

 

Είδα μέσα στη νύχτα

τη μυτερή κορυφή του βουνού

είδα τον κάμπο πέρα πλημμυρισμένο

με το φως ενός αφανέρωτου φεγγαριού

είδα, γυρίζοντας το κεφάλι

τις μαύρες πέτρες συσπειρωμένες

και τη ζωή μου τεντωμένη σα χορδή

αρχή και τέλος

η τελευταία στιγμή·

τα χέρια μου.

 

Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες·

τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα

τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα

τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου.

Πληγωμένος απ’ το δικό μου χώμα

τυραννισμένος απ’ το δικό μου πουκάμισο

καταδικασμένος απ’ τους δικούς μου θεούς,

τούτες τις πέτρες.

 

Ξέρω πως δεν ξέρουν, αλλά εγώ

που ακολούθησα τόσες φορές

το δρόμο απ’ το φονιά στο σκοτωμένο

από το σκοτωμένο στην πληρωμή

κι από την πληρωμή στον άλλο φόνο,

ψηλαφώντας

την ανεξάντλητη πορφύρα

το βράδυ εκείνο του γυρισμού

που άρχισαν να σφυρίζουν οι Σεμνές

στο λιγοστό χορτάρι –

είδα τα φίδια σταυρωτά με τις οχιές

πλεγμένα πάνω στην κακή γένιά

τη μοίρα μας.

 

Φωνές από την πέτρα από τον ύπνο

βαθύτερες εδώ που ο κόσμος σκοτεινιάζει,

μνήμη του μόχθου ριζωμένη στο ρυθμό

που χτύπησε της γης με πόδια

λησμονημένα.

Σώματα βυθισμένα στα θεμέλια

του άλλου καιρού, γυμνά. Μάτια

προσηλωμένα προσηλωμένα, σ’ ένα σημάδι

που όσο κι αν θέλεις δεν το ξεχωρίζεις

η ψυχή

που μάχεται για να γίνει ψυχή σου.

 

Μήτε και η σιωπή είναι πια δική σου

εδώ που σταματήσαν οι μυλόπετρες (Οκτώβρης του 1935)

 

ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΜΑΘΙΟΥ ΠΑΣΧΑΛΗ (από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ 1928-1937)

Οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης δε θα γνωρίσουν ποτέ τη δροσούλα που κατεβαίνει στη Κηφισιά

μα οι δυο καμινάδες που μ’ άρεσαν στην ξενιτιά πίσω απ’ τα κέδρα, γυρίζουν πάλι

σα βλέπω τα δυο κυπαρίσσια πάνω από την γνώριμή σου την εκκλησιά

που έχει τους κολασμένους ζωγραφιστούς να τυραννιούνται μες τη φωτιά και την αιθάλη.

 

Όλο το Μάρτη τα λαγόνια σου τα ωραία τα ρήμαξαν  οι ρομαντικοί  και το καλοκαίρι πήγες στην Αιδηψό.

Θεοί!.. Πώς αγωνίζεται η ζωή για να περάσει, θα ’λεγες φουσκωμένο ποτάμι από την τρύπα της βελόνας.

Κάνει ζέστη βαθιά ως τη νύχτα, τ’ άστρα πετάνε σκνίπες, πίνω άγουρες γκαζόζες και διψώ·

φεγγάρι και κινηματογράφος, φαντάσματα και πνιγερός ανήμπορος λιμιώνας.

 

Βερίνα, μας ερήμωσε η ζωή κι οι αττικοί ουρανοί κι οι διανοούμενοι που σκαρφαλώνουν στο ίδιο τους κεφάλι

και τα τοπία που κατάντησαν να παίρνουν πόζες από την ξεραΐλα κι από την πείνα

σαν τους νέους που ξόδεψαν όλη τους την ψυχή για να φορέσουν ένα ματογυάλι

σαν τις κοπέλες ηλιοτρόπια ρουφώντας την κορφή τους για να γίνουν κρίνα.

 

Αργούν οι μέρες, οι μέρες οι δικές μου τριγυρίζουν μέσα στα ρολόγια και ρυμουλκούνε το λεπτοδείχτη.

Για θυμήσου σα στρίβαμε λαχανιασμένοι τα σοκάκια για να μην μας ξεκοιλιάσουν οι φάροι των αυτοκινήτων.

Η σκέψη του ξένου κόσμου μας κύκλωνε και μας στένευε σαν ένα δίχτυ

και φεύγαμε  μ’ ένα λεπίδι κρυμμένο μέσα μιας κι έλεγες «ο Αρμόδιος κι ο Αριστογείτων».

 

Σκύψε το κεφάλι να σ’ ιδώ, μα κι αν σ’ έβλεπα θα γύρευα να κοιτάξω πιο πέρα.

Τι αξίζει ένας άνθρωπος τι θέλει και πώς θα δικαιολογήσει την ύπαρξή του στη Δευτέρα παρουσία;

Α1 να βρισκόμουνα ξυλάρμενος χαμένος στον Ειρηνικό Ωκεανό μόνος με τη θάλασσα και τον αγέρα

μόνος και χωρίς ασύρματο ούτε δύναμη για να παλέψω με τα στοιχεία.

 

ΠΑΝΤΟΥΜ*

Τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους

στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια

ψυχή μου λυτρώσου απ’ τον κρίκο του σκότους

πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’ ευλάβεια.

 

Στο πέλαγος σέρνουν φωτιές τα καράβια

η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη

πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’ ευλάβεια

ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει.

 

Η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη

στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει

ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει

και τι θα σου μείνει και τι θα σ’ αφήσει.

 

Στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει

ακούγονται μόνο του χρόνου τα σείστρα·

και τι θα σου μείνει και τι θα σ’ αφήσει

αν τύχει κι αστράψει η βουβή πολεμίστρα.

 

Ακούγονται μόνο του χρόνου τα σείστρα

μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη

αν τύχει κι αστράψει η βουβή πολεμίστρα

ούτε όνειρο θα ’βρεις να δώσει ένα δάκρυ.

 

Μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη

ψηλώνει η στιγμή σαν μετέωρο λεπίδι

ούτε όνειρο θα ’βρεις να δώσει ένα δάκρυ

στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σαν φίδι.

 

Ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι

σαν τι να προσμένει να πέσει η γαλήνη;

στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σαν φίδι

δεν είναι ουρανός ούτε αγγέλου ευφροσύνη.

 

Σαν τι να προσμένει να πέσει η γαλήνη;

Σ’ ανθρώπους κλειστούς που μετρούν τον καημό τους

δεν είναι ουρανός ούτε αγγέλου ευφροσύνη

τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους.

[*ΠΑΝΤΟΥΜ: ένα ιδιαίτερο είδος ποίησης!..

Γράφει, ο Σεφέρης, σχολιάζοντας το δικό του ΠΑΝΤΟΥΜ:
« Το παντούμ είναι στιχουργική μορφή που ξεκίνησε από την Μαλαισία και καθιερώθηκε στην Ευρώπη από τον Ουγκό. Αποτελείται από τετράστιχες στροφές με σταυρωτή ομοιοκαταληξία, ο δεύτερος και ο τέταρτος στίχος κάθε στροφής γίνονται ο πρώτος και ο τρίτος της επομένης. Ο αριθμός των στροφών είναι ακαθόριστος, όμως ο τέταρτος στίχος της τελευταίας στροφής οφείλει να είναι ο ίδιος με τον πρώτο στίχο της αρχικής» (Σημειώσεις σελ. 320]

 

 

ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΣΥΓΚΡΟΥ, 1930 (στον Γιώργο Θεοτοκά που την ανακάλυψε)

Όταν σε νικήσει

το χαμόγελο που ανασαίνει πλάι σου, πάει να σκύψει και δεν συγκατανεύει

 

όταν η ζάλη που σου απόμεινε αρμενίζοντας στα βιβλία

ξεκολλήσει από το μυαλό σου στις πιπεριές δεξιά κι αριστερά

 

όταν αφήσεις το πετρωμένο καράβι που ταξιδεύει προς το βυθό μ’ άρμενα συντριμμένα

την καμάρα με τα χρυσαφικά της

τις κολόνες με την έννοια τους που τις στενεύει

 

όταν αφήσεις τα κορμιά τα πελεκημένα επίτηδες για να μετρούν και να θησαυρίζουν,

την ψυχή που δεν εξισώνεται, ό,τι και να κάνεις, με την ψυχή σου

το χέρι του φόρου

το γυναικείο εκείνο προσωπάκι στο λίκνο που λάμπει στον ήλιο

 

όταν αφήσεις την καρδιά σου και τη σκέψη σου να γίνουν ένα

με το μαυριδερό ποτάμι που τεντώνει ξυλιάζει και φεύγει:

 

Σπάσε το νήμα της Αριάδνης και να!

Το γαλάζιο κορμί της γοργόνας.

[από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ 1928 – 1937]

 

ΑΛΛΑ ΠΟΥ ΘΑ ΕΙΣΑΙ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΘΑ ’ΡΘΕΙ ΕΔΩ Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟ ΦΩΣ;

 (πότε θα ξαναμιλήσεις;)

Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.   Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη   ριζώνουν θρέφονται με το αίμα.    Όπως τα πεύκα   κρατούνε τη μορφή του αγέρα   ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί    το ίδιο τα λόγια    φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου    κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.   Ίσως γυρεύουν να μιλήσουν τ’ άστρα   που πάτησαν την τόση γύμνια σου μια νύχτα   ο Κύκνος  ο Τοξότης  ο Σκορπιός   ίσως εκείνα.   Αλλά πού θα είσαι τη στιγμή που θα ’ρθει    εδώ σ’ αυτό το θέατρο το φως;  [ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ ΣΤ από τα ΤΡΙΑ ΚΡΥΦΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Γιώργου Σεφέρη]

Δευτέρα, 24 Μαΐου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ